- πρατίας
- ὁ, Α1. πρατήρ*2. (κατά τον Ησύχ.) «πρατίαςὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων».[ΕΤΥΜΟΛ. < πρατός + επίθημα -ίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρατίας — πρατίᾱς , πρατίας masc acc pl πρατίᾱς , πρατίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)